δογματικός

δογματικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που αναφέρεται στο δόγμα: Δογματικές αντιθέσεις.
2. αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Οι απόψεις του είναι δογματικές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δογματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικός — ή, ό (AM δογματικός, ή, όν) [δόγμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά κ.λπ.) 2. (φιλοσ.) αυτός που υποστηρίζει τη βεβαιότητα τής γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι») νεοελλ. 1. εκείνος τού… …   Dictionary of Greek

  • δογματικά — δογματικός of neut nom/voc/acc pl δογματικά̱ , δογματικός of fem nom/voc/acc dual δογματικά̱ , δογματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικώτερον — δογματικός of adverbial comp δογματικός of masc acc comp sg δογματικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικῶν — δογματικός of fem gen pl δογματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικόν — δογματικός of masc acc sg δογματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικώτατα — δογματικός of adverbial superl δογματικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικώτατον — δογματικός of masc acc superl sg δογματικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικαῖς — δογματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δογματικαί — δογματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”